- πολιορκητήριος
- -ία, -ον, Απολιορκητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιορκῶ + κατάλ. -τήριος (πρβλ. κινη-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολιορκητηρίων — πολιορκητήριος fem gen pl πολιορκητήριος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητήρια — πολιορκητήριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)